- διαισθάνομαι
- διαισθ-άνομαι,A perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d;
τὰς διαφοράς Arist.GA780b17
, al.;διάστημα Aristox.Harm.p.14
M.: abs., Pl.Phdr.250b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς διαφοράς Arist.GA780b17
, al.;διάστημα Aristox.Harm.p.14
M.: abs., Pl.Phdr.250b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαισθάνομαι — διαισθάνομαι, διαισθάνθηκα βλ. πίν. 82 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαισθάνομαι — (AM διαισθάνομαι) προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο αρχ. κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά … Dictionary of Greek
διαισθάνομαι — διαισθάνθηκα, αντιλαμβάνομαι κάτι με το υποσυνείδητο, τη διαίσθηση και όχι τη λογική: Διαισθάνομαι ότι κάτι κακό θα συμβεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαισθανόμεθα — διαισθάνομαι perceive distinctly pres ind mid 1st pl διαισθάνομαι perceive distinctly imperf ind mid 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενον — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc acc sg διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθόμενοι — διαισθάνομαι perceive distinctly aor part mid masc nom/voc pl διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mp masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθόμενος — διαισθάνομαι perceive distinctly aor part mid masc nom sg διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῄσθετο — διαισθάνομαι perceive distinctly aor ind mid 3rd sg διαισθάνομαι perceive distinctly imperf ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανομένη — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενοι — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαισθανόμενος — διαισθάνομαι perceive distinctly pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)